- ολοσίδηρος
- ὁλοσίδηρος, -ον (Α)1. ο κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από σίδηρο2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁλοσίδηροιστρατιώτες που φορούσαν σιδερένια πανοπλία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλοσίδηρος — all iron masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσίδηρον — ὁλοσίδηρος all iron masc/fem acc sg ὁλοσίδηρος all iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσιδήροις — ὁλοσίδηρος all iron masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσιδήρους — ὁλοσίδηρος all iron masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσιδήρων — ὁλοσίδηρος all iron masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσιδήρῳ — ὁλοσίδηρος all iron masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσίδηρα — ὁλοσίδηρος all iron neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσίδηροι — ὁλοσίδηρος all iron masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek